Συνεντεύξεις / Κριτικές

Δήμητρα Σμυρνή / faretra.gr

"Σε μονοπάτια του μύθου και του παραμυθιού"

Έρχεται στο φως ένα μικρό βιβλίο, που το χαρακτηρίζει η ιδιαιτερότητα, καθώς κινείται από τη μια σε χώρους συγγενείς, (μύθος – παραμύθι), που συναντιούνται, αλλά και ταυτόχρονα διαχωρίζονται, όταν ο μύθος και οι λέξεις υπόκεινται στην έρευνα και όχι πια στους νόμους του παραμυθιού.

Το βιβλίο, μικρό σε μέγεθος, και με το σχήμα και με το πολύχρωμοτο εξώφυλλό του, παραπέμπει σε παιδικό ανάγνωσμα, δημιουργώντας ανάλογα συναισθήματα, τα οποία, όμως, στην πορεία ανατρέπονται καθώς, όπως δηλώνει η ίδια η συγγραφέας του, “απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους”.

Φυσικά οι μικροί πρέπει να είναι σε μεγαλύτερη ηλικία,( όχι τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου), για να προσλάβουν το υλικό που παρατίθεται, και οι μεγάλοι να έχουν το ενδιαφέρον να δουν ποια επιτέλους είναι εκείνη η επιβλητική και υποβλητική Μέδουσα, που το κεφάλι της κοσμεί την είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Βέροιας.

Απ’ αυτήν την άποψη το βιβλίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί, κακά τα ψέματα, όλοι αναρωτιόμαστε, καθώς τη βλέπουμε να μας κοιτάζει αινιγματικά, ποια πραγματικά είναι.

Η Βούλα Κοτσάλου ξεκινά μ’ αυτόν τον στόχο, να μας ενημερώσει, γιατί αυτό το κεφάλι έγινε πια ένα τοπόσημο, μαζί με τον “Τοίχο της Μνήμης”, που στολίζει την ωραιότερη περιοχή της πόλης, στην αυλή του Μουσείου της Βέροιας.

Κι αυτό γίνεται μέσα από έναν περίπατο που καταλήγει στο Μουσείο και στο… διάλογο με τη Μέδουσα, που την ονομάζει Βεργόνα.

Με πληροφορίες πάρα πολλές γύρω από τις γοργόνες και τους μύθους που τις συνοδεύουν, που αποδεικνύουν και μια επίπονη έρευνα ειδικά πάνω στις αρχαίες λέξεις με τις οποίες συνδέονται, η συγγραφέας, όταν αισθάνεται τους κινδύνους της υπερπληροφόρησης, στρέφεται στο παιγνιώδες και ανάλαφρο ύφος που ξεκουράζει, ανακατανέμοντας σκέψεις και συναισθήματα του αναγνώστη.

Σαφώς και ο καθένας μας αγνοεί τα περισσότερα απ’ όσα αναφέρονται στο βιβλίο για τη Μέδουσα της πόλης μας, από το πώς βρέθηκε, τι μπορεί να κρύβει, πώς συνδέεται με το Μουσείο της Βεργίνας και την ασπίδα του Μεγαλέξαντρου και πολλά άλλα.

Όσο για τους μικρούς της αναγνώστες, η συγγραφέας, που ασχολείται και με τη ζωγραφική, φρόντισε να διανθίσει το βιβλίο της με δικά της μικρά έργα, συναφή με το θέμα, που ξεκουράζουν το μάτι.

Καλοτάξιδο, λοιπόν!

Βιβλιοκριτική από τον Παύλο Δ.Πυρινό

Βιβλιοπαρουσίαση της ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Β. ΚΟΤΣΑΛΟΥ: «Βεργόνα, της Βέροιας η γοργόνα»

Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε ένα καλαίσθητο σε εμφάνιση με τον ανωτέρω τίτλο παραμύθι της Παρασκευής Β. Κοτσάλου αφιερωμένο στην πόλη της Βέροιας.

Πρωταγωνιστική φωνή του παραμυθιού είναι της Βεργόνας, της Μέδουσας της Βέροιας, η οποία μας αφηγείτο την ιστορία της, τις ετυμολογικές συγγένειες του ονόματος της και άλλες ιστορικές πληροφορίες που συνδέονται με την παρουσία της.

Οι ζωγραφιές που διανθίζουν το κείμενο του βιβλίου αποτελούν έργα της Βούλας που δίνουν χρώμα και ζωντάνια στη διαδικασία της ανάγνωσης.

Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι ένα μυθολογικό παραμύθι που βασίζεται σε αληθινά αρχαιολογικά ευρήματα και σε αναφορές ιστορικών κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Η «Μέδουσα» κοσμούσε το εξωτερικό του παλαιού τείχους. Η άγρα όψη της μείωνε την επιθυμία των εχθρών να εισβάλουν στην πόλη.

Τα βήματα οδήγησαν την Β.Κ. στο μουσείο και σ’ εκείνη. Στην πιο όμορφη και την πιο παράξενη Μέδουσα που δεσπόζει στην αυλή του μουσείου, όχι μόνο να την παρακαλέσει να «διώξει τα κακά πνεύματα και τις Κήρες, τις δυνάμεις του θανάτου, από την πόλη και τον νομό κι απ’ ολόκληρη την χώρα, κι αν μπορεί απ’ ολόκληρο τον κόσμο»… αλλά «θα θελα να εισακούσει την παράκλησή μου και συγχρόνως να τη ρωτήσω να μου πει τη δική της ιστορία, πώς προέκυψε ο θρύλος της. Την αληθινή της ιστορία και όχι αυτή που της φόρτωσαν τα χείλη τόσων ανθρώπων».

Έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της αληθινής ιστορίας της.

Η Β.Κ. με τις πλούσιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις που διαθέτει σχετικά με τους μύθους της αρχαίας ελληνικής παράδοσης ως πηγή έμπνευσης και όχι αντιγραφής, παρουσιάζει την αληθινή ιστορία της Μέδουσας, έντεχνα και αβίαστα, παρουσιάζοντας διάφορες εκδοχές της παράδοσης:

-για τις γοργόνες και τους γοργόνους (ψαροθεές και ψαροθεούς)

-για τη Μέδουσα της Βέροιας τη Βεργόνα πρώην Αστάρτη-Αφροδίτη

-για τη Σεμίραμι την κόρη της Αστάρτης και το μεγάλο εκπολιτιστικό αυτό έργο της

-για το νερό γενικά και ιδιαίτερα για το αθάνατο νερό, φυτό-βοτάνι δένδρο και το «ρόδον τον αμάραντον»

-για την κλιματική αλλαγή που απειλεί τον κόσμο

Αντλεί από τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και άλλες πηγές πολύτιμες πληροφορίες.

Η Βεργόνα της Βέροιας η γοργόνα, είναι μια πρώτη προσέγγιση από τη Β.Κ. και σε συνδυασμό με αυτά που είπε φεύγοντας από το μουσείο.

«Θα ξανάρθω… Μου χρωστάς και άλλες ιστορίες…» είναι ευχάριστο για όλους μας.

Η Βούλα Κοτσάλου μιλά με έργα καρδιάς και όχι λόγια του τύπου. Υπηρετεί το αγαθό, το δίκαιο, την αγάπη, ενώ συγχρόνως είναι άνθρωπος της διανόησης και της πνευματικής δημιουργίας.

Εργάζεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη «Θ. Ζωγιοπούλου», της ΚΕΠΑ Δήμου Βέροιας. Αν και πολλές φορές μόνη, την λειτουργεί θαυμάσια και εντυπωσιακά.

Τα άρθρα της στο περιοδικό «Πολιτική Δρώμενα» είναι θαυμάσια και πολλές είναι οι βιβλιοπαρουσιάσεις της στο περιοδικό.

Εμβληματική και ξεχωριστή προσωπικότητα της Βεργιώτικης κοινωνίας.

Είναι άξια συγχαρητηρίων για το τεράστιο έργο της.

Στρέφεται προς την Αρχαία Ελληνική Παράδοση και τις ρίζες της μυθολογίας ως πηγή έμπνευσης και όχι καταγραφής.

ΠΔΠ (Παύλος Δ. Πυρινός)

Η φιλόλογος Δέσποινα Καρυπίδου, γράφει για τη "Βεργόνα"

Το βιβλίο της Βούλας αφορά και ξεκινά με μια γεωγραφία της μνήμης αφού η μνήμη κατασκευάζεται κοινωνικά και εκφράζεται υλικά εντός του χώρου, με μνημεία τοπόσημα αξιοθέατα και χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι πια κοινά αποδεκτό ότι ο χώρος συνιστά ένα αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων, των πρακτικών και των αντιλήψεων. Ο χώρος είναι πολιτισμικά προσδιορισμένος επενδύεται, με νοήματα που εκφράζουν αναπαραστάσεις τού πολιτισμού μέσα στον οποίον εγγράφονται. Κινούμαστε εντός του χώρου και συχνά παραμένει για όλους μας μια αφηρημένη διάσταση, δεν τον παρατηρούμε δεν  προσέχουμε  τη διαμόρφωση του. Τον  αντιλαμβανόμαστε ως ένα αντικειμενικό σκηνικό αποξενωμένο από τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων. Δεν είναι καθόλου έτσι. Επισκεπτόμαστε συχνά με τους μαθητές μας μνημεία και μουσεία στα πλαίσια του μαθήματος της Ιστορίας αλλά δεν βοηθούμε τα παιδιά να συνειδητοποιήσουν τη σημασία τού μνημείου, του αγάλματος,  του εκθέματος ενός μουσείου, τη σχέση του με το παρελθόν, τη μαρτυρία που δίνει για το αξιακό σύστημα και τις σχέσεις (σχέσεις εξουσίας, κοινωνικές σχέσεις) της κάθε εποχής με την οποία συνδέεται το μνημείο, ή το έκθεμα. Τριγυρίζουμε στη Βέροια, περιτριγυριζόμαστε από φυσικά , πολιτιστικά στοιχεία,  από μνημεία, επισκεπτόμαστε τα μουσεία της και δεν συνειδητοποιούμε ότι εντός τους βρίσκονται αντικείμενα και κατασκευές που μιλούν με  τον τρόπο που μιλούν τα σπίτια μας και τα προσωπικά μας αντικείμενα για μας.  

Και το βιβλίο είναι ένας δείκτης για να αποκτήσει ορατότητα κάθε τι που μας πλαισιώνει ως κομμάτι του παρελθόντος και του παρόντος μας και αυτού που ακόμα επιβιώνει μέσα μας ως διαχρονικό στοιχείο που οφείλει την αντοχή του σε αυτό που σημαίνει. Θέμα του βιβλίου η γοργόνα η Βεργόνα, μια δικιά μας Γοργόνα που στέκει μαρμάρινη ασάλευτη, μονάχη αλλά όχι βουβή. Μιλάει, λέει την ιστορία της αυτή η γυναικεία μορφή αρχαία αρχετυπική, συμβολική και αιώνια. Η Μέδουσα μία από τις τρεις γοργόνες ( μαζί με τις αδελφές της Σθενώ κι Ευρυάλη), η μόνη  θνητή αδελφή που παρόλα αυτά έμεινε αθάνατη στη μνήμη μας επειδή ίσως η θνητότητα/ο θάνατος είναι τελικά αυτά που δίνουν ένταση και γεύση στη ζωή μας  «του θανάτου η μοίρα είναι στα κόκαλα μου ριζωμένη,  από  του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη, λύσε με πια απ΄ το δίχτυ σου το πλάνο, να ζήσω, να παλέψω να πεθάνω» λέει ο Οδυσσέας   στην Καλυψώ, αρνούμενος στην αθανασία και με την πράξη της άρνησης την κερδίζει. Ηρωίδα είναι μια θνητή ψαροθεά,  από σόι θαλασσινό,  πλάσμα τού νερού, με τις παραλλαγές του μύθου της ακόμα παρούσες στα παραμύθια, στις εικαστικές τέχνες, στον κινηματογράφο, στη μόδα. Δεν θα αναφερθώ στο μύθο, ούτε στον αποσυμβολισμό του. Το βιβλίο έχει μια ωραία αφήγηση για τις εκδοχές τού μύθου τής Μέδουσας με αναφορές στην ετυμολογία  λέξεων( Γοργόνα, Περσεφόνη Μήδεια, Δερκετώ, Μέδων, Ανδρομέδα) που είναι φορείς νοημάτων, αντιλήψεων, φόβων και ελπίδων. Δίνει εξαιρετικές πληροφορίες και για άλλα μυθολογικά σύμβολα αλλά και εμβληματικά στοιχεία της Βέροιας, της πόλης που η κατάληξη της μπορεί και να παραπέμπει σε ένα μέρος πλούσιο στο νερό, στο  ύδωρ το αείζωον και ζωογόνον,  στους μύθους πολλών λαών αλλά όχι μόνο στη μυθολογία, αλλά και στη φιλοσοφία τη θρησκεία, την παράδοση και την τέχνη Οδυσσέας Ελύτης «στα νερά ένα-ένα μ ακούς;  τα πικρά μου βότσαλα μετρώ,  μ ακούς;  [ ] ποιός μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει-  ακούς;

[ ]τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει, πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει” .

Γοργόνες και Μέδουσες ακόμα συνιστούν γοητευτικές και εμβληματικές μορφές που εμπνέουν και συγκινούν, αναδύονται και ενδύονται νοήματα και σημασίες:  από τη Μέδουσα που μαγεύει τον Ποσειδώνα και την αποπλανεί μέσα στο ιερό της θεάς Αθηνάς και η θεά για να την εκδικηθεί κάνει τα μαλλιά της φίδια για να πετρώνουν όσοι την αντικρίζουν Ο Περσέας την αποκεφαλίζει και το κεφάλι της γίνεται αποτυπώνεται στην ασπίδα της Αθηνάς προκαλώντας τρόμο και η μορφή της στο εξής θα δρα αποτρεπτικά και καθώς αιχμαλωτίζει και  τρομοκρατεί τον εχθρό,  θα λειτουργεί προστατευτικά ( εξ ου και το γοργόνειο στο στήθος του Μεγαλέξανδρου).

 Πλάσμα του νερού θηλυκό αρχέτυπο που μοιράζεται τη δύναμη τής αβύσσου, θύμα και μαζί  θύτης. Το 1837 ο  Hans Christian Andersen εξέδωσε το παραμύθι «η μικρή γοργόνα» . Έκτοτε η παιδική λογοτεχνία και τα παραμύθια την αξιοποίησαν ποικιλοτρόπως. Το 1939 ο Στρατής Μυριβήλης δημοσίευσε το μυθιστόρημα «η Παναγιά η γοργόνα».  Παρούσα και στη ποίηση «άξιον εστί το χέρι της γοργόνας, που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει» λέει ο ποιητής του Αιγαίου. 

Τον 16ο αιώνα ο γλύπτης  Benvenuto Cellini φιλοτέχνησε το άγαλμα «ο  Περσέας με το κεφάλι της Μέδουσας» . Το 2018 το άγαλμα του Luciano Garbati « η Μέδουσα με το κεφάλι του Περσέα» αντιστρέφει το μύθο και το συμβολισμό του. Το 2020 το άγαλμα στήνεται έξω από το δικαστικό μέγαρο στο κέντρο του Μανχάταν και πολλοί και πολλές συζητούν για μια αλληγορία που αποθυματοποιεί κι απενοχοποιεί τη γυναίκα που υφίσταται πατριαρχική βία . Νέο σύμβολο; Ίσως….  κι όπως κάθε σύμβολο μάς διαβεβαιώνει « δεν είμαι τίποτα παραπάνω απ΄ ό,τι πιστεύεις πως είμαι, και είμαι όλα όσα πιστεύεις ότι μπορώ να είμαι»

Το βιβλίο της Βούλας έγινε αφορμή να αναζητήσω πολλά απ΄ όσα σας ανέφερα. 

Το βιβλίο προτείνει να ρίξουμε μια ματιά στο χώρο γιατί κι αυτός είναι μια αφήγηση,  να σκύψουμε πάνω στα ονόματα των οποίων «η επίσκεψις» συνιστά σοφία ….κυρίως όμως προτείνει την ανάγνωση:  την ανάγνωση ως αναγνώριση όσων μας περιβάλλουν και όσων μας αφορούν. Ο χώρος , οι μνημονικοί τόποι, τα μνημεία, τα μουσεία συγκροτούν ένα μνημονικό αφήγημα. Ενίοτε αποκτούν μια δεύτερη ζωή. Η μνήμη αφηγείται την πόλη ή η πόλη αφηγείται τη μνήμη; Μύθοι κι Ιστορία, φυσικό και τεχνητό περιβάλλον διαμορφώνουν αυτό που είμαστε, είναι συστατικά τής ταυτότητας μας. Η σήμανση του χώρου αντικατοπτρίζει σχέσεις και προτεραιότητες. Ζούμε σε μια πόλη πλούσια σε Ιστορία και στην πρώτη ύλη της, τη μυθολογία. Μια πόλη περιβαλλοντικά προικισμένη όπου διασταυρώθηκαν πολιτισμοί και θρησκείες. Τα αποδεικτικά στοιχεία γύρω μας είναι πληθωρικά. Τα προσπερνούμε με το βιαστικό βήμα μας και μαζί προσπερνούμε τη φυσιογνωμία και την ιστορία τού τόπου μας. Το βιβλίο αυτό κάνει ό τι κάνει κάθε καλό βιβλίο:  μάς σταματά για λίγο και μας αναγκάζει να κοιτάξουμε γύρω μας, κι αυτό είναι ένα στάδιο πριν να κοιτάξουμε μέσα μας.   



Ο αρχαιολόγος Γιώργος Κλοκίδης, γράφει για τη "Βεργόνα"

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι.

Ήρθαμε σήμερα εδώ, στον φιλόξενο πολυχώρο της Ελιάς για να τιμήσουμε τη Βούλα Κοτσάλου που σήμερα μας παρουσιάζει το πρώτο της εκδοτικό βήμα.

Για μένα προσωπικά, η αποψινή βραδιά έχει επίσης και στοιχεία νοσταλγίας, διότι βρίσκομαι ξανά στο ίδιο τραπέζι με τη Βούλα και τον Ζήση Πατσίκα. Την κυρία Καρυπίδου δεν είχα την τιμή να την γνωρίσω νωρίτερα.

Ήταν πριν περίπου 10 χρόνια, όταν μαζί με τον φίλο μου Δημήτρη Τρίγκα έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με θέμα το Παγκράτιον Άθλημα. Ο Ζήσης ήταν και τότε στη γνωστή του θέση, συντονιστής, όπως και τώρα, και η Βούλα συμπαρουσιάστρια και οικοδέσποινα, καθώς το βιβλίο παρουσιάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Σήμερα εδώ και πάλι μαζί, αλλά σε ρόλους αντίστροφους. Τώρα η Βούλα είναι η συγγραφέας και εγώ μαζί με τη Δέσποινα Καρυπίδου να παρουσιάζουμε το δικό της βιβλίο. 

Για το βιβλίο της Βούλας λοιπόν θα μιλήσουμε σήμερα. Ένα βιβλίο που ο τίτλος του ίσως φαντάζει λίγο παράξενος. Ταυτόχρονα όμως, θα μπορούσα να λεχθεί ότι είναι και ελκυστικός.

Βεργόνα, της Βέροιας η γοργόνα.

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Που λέγαμε και στα σχολικά μας χρόνια. 

Έχει η Βέροια γοργόνα;

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, που εύλογα γεννάται από τον τίτλο του βιβλίου, δεν θα την δώσω εγώ. Εγώ απλά θα αποτελέσω τον μεσολαβητή, που θα προετοιμάσει το έδαφος, μέχρι να πάρει το λόγο η συγγραφέας, η οποία θα μας δώσει και την απάντηση.

Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.

Η ιστορία μας αρχίζει στην πόλη μας, τη Βέροια, όταν ένα πρόσωπο αποφασίζει να κάνει έναν περίπατο. Ένα πρόσωπο που από την αρχή η συγγραφέας μας προσδιορίζει την ταυτότητά του. Πρόκειται για έναν άνδρα, ένα βεροιώτη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος το ηλιόλουστο απόγευμα βγαίνει για περίπατο. Η πρώτη στάση του είναι εδώ που βρισκόμαστε τώρα, στο πάρκο της Ελιάς, όπου μας δίνει μία ποιητική, αλλά συνάμα και εκτενή περιγραφή του πάρκου, σε απαράμιλλο συνδυασμό με τον ολόλαμπρο κάμπο που απλώνεται μπροστά του.

Το πρόσωπο αυτό συνεχίζει τον περίπατο του μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, που δεν είναι άλλος από το αρχαιολογικό μουσείο. Εξάλλου, ευθύς εξαρχής αυτό ήταν το αίτιο του περιπάτου, και με απώτερο σκοπό να συναντήσει την επιβλητική Μέδουσα, που κοσμεί με την παρουσία της την είσοδο του Μουσείου.

Μία συνάντηση που έμελε να αποτελέσει την αρχή μιας περιπλάνησης. Μία περιπλάνηση αποκαλυπτική και επιμορφωτική, πλούσια διανθισμένη με μύθους, ιστορίες, παραδόσεις και πολλά ακόμα.  

Η ιστορία του βιβλίου λοιπόν διαδραματίζεται στη Βέροια, και μάλιστα σ’ ένα χώρο πολιτισμού και γνώσης, στο αρχαιολογικό μουσείο.

Και ξεκινά με μία παράκληση. Μία παράκληση συγκινητική. Το πρόσωπο αυτό ζητά από τη Μέδουσα να διώξει τα κακά πνεύματα και της Κήρες, τις δυνάμεις του θανάτου. Να πάψουν οι θυσίες των νέων και το θανατικό, όχι μόνο στην πόλη, αλλά σε όλη τη χώρα και τον κόσμο.

Παράλληλα, ζητά και κάτι ακόμη. Να πάψει η ξηρασία και να επανέλθει η βροχή, για να μπορέσει να αναγεννηθεί η γη.

Ωστόσο, μετά τη συγκινητική παράκληση, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το κουβάρι του βιβλίου. Ένα κουβάρι αναζήτησης της ρίζας και της διαδρομής της Μέδουσας, το οποίο ξεκινά από τα βάθη των αιώνων, ξετυλίγεται και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.  

Το πρόσωπο λοιπόν, ζητά από τη Μέδουσα να του πει την ιστορία της, από που προέρχεται, ποια είναι η καταγωγή της. 

Παράλληλα, απευθυνόμενος στη Μέδουσα, και με ένα λόγο που δείχνει αμφιβολία, προχωρά ο ίδιος να αναφέρεται στην καταγωγή της.

Όταν η Μέδουσα με τη σειρά της παίρνει τον λόγο, μιλά πλέον η ίδια για τη ρίζα της, και μέσω των απαντήσεων της, οι οποίες δεν είναι ξεκάθαρες, προσπαθεί να προβληματίσει τον συνομιλητή της, μέσω μιας λέξης: Μπορεί. Αυτή είναι η λέξη κλειδί: Μπορεί.

Μπορεί να είμαι η Μέδουσα, μπορεί βασίλισσα, μπορεί η απεικόνιση της σελήνης, αναφέροντας παράλληλα τη σχέση που υπάρχει με τον Ορφέα και τους Ορφικούς. Και πολλά ακόμα, θα τα διαβάσετε στο βιβλίο.

Μέσα από αυτό το «μπορεί», η Μέδουσα, διά χειρός της συγγραφέως, προχωρά με έναν επιδέξιο τρόπο σε μία σύνοψη των ιστοριών και των μύθων που την περιβάλλουν, τα οποία παράλληλα λειτουργούν διαφωτιστικά για τον αναγνώστη διότι, μέσα από αυτή την αφήγηση της Μέδουσας προσεγγίζει και μαθαίνει με έναν εύληπτο και κατανοητό τρόπο το αέναο ταξίδι της στον χρόνο.

Μία από αυτές τις ιστορίες, που ξετυλίγονται στον διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ του προσώπου και της Μέδουσας, αφορούν το κύριο γνώρισμα της, που δεν είναι άλλο από την κεφαλή της, το γνωστό Γοργόνειο. Παράλληλα, γίνεται εκτενής αναφορά για τη χρήση του φυλακτό, ως ένα σύμβολο αποτροπής, ξεκινώντας με την περίφημη όσο και τραγική ιστορία με τον Περσέα, την παρουσία του στην ασπίδα της θεάς Αθηνάς, στο εγκόλπιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον προθάλαμο του τάφο του πατέρα του, του Φιλίππου, στις Αιγές, όπως επίσης και στον θώρακά του.

Στη συνέχεια, η συζήτηση στρέφεται στη σχέση της με το υγρό στοιχείο, το αθάνατο νερό, η θάλασσα, οι ποταμοί,  οι ωκεανοί, οι γοργόνες-ψαροθεές, οι γοργόνοι-ψαροθεοί. Στη διάδοση του θρύλου στη Μέση Ανατολή, προχωρώντας ταυτόχρονα σε παραδείγματα και περιγραφές.

Δεν παραλείπεται βέβαια η αναφορά και στους τοπικούς θρύλους.

Πως θα μπορούσε άλλωστε ένας φιλομαθής βεροιώτης, όπως αυτός που παρουσιάζεται στο βιβλίο, να μη ρωτήσει για τον τόπο του;

Ποιος είναι ο Όλγανος; Ο ποτάμιος θεός της πόλης μας, που οι πρόγονοι μας έκτισαν ιερό προς τιμήν του; Ποια είναι η Ατάργατις;

Οι διηγήσεις της Μέδουσας συνεχίζονται με το Μεγαλέξανδρο, όταν αυτός αποφάσισε να εξερεύνηση τα βάθη των ωκεανών, αλλά και με τον θρύλο της γοργόνας αδελφής του.

Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Ήταν το αμείλικτο ερώτημα. Και αλλοίμονο σε αυτόν που έδινε αρνητική απάντηση.

Αυτή λοιπό είναι η Μέδουσα. Και Γοργώ και Γοργόνα με καταγωγή από θαλασσογέννητες βασίλισσες. Θρύλοι και παραδόσεις που ακούστηκαν ως γλυκό νανούρισμα στ’ αυτιά του επισκέπτη της Μέδουσας, και τον οδήγησαν στην αγκαλιά του Μορφέα, εκεί δίπλα της, στο πεζούλι του Μουσείο, αναγκάζοντας τη φύλακα να τον ξυπνήσει από το γλυκό του ταξίδι στο παρελθόν, γιατί ήρθε η ώρα να κλείσει το Μουσείο.

Φεύγοντας, εκείνη τον κοιτάζει κατάματα και νοιώθει τα μάτια της να τρεμοπαίζουν.

Ένα ποιητικό κλείσιμο του βιβλίου, όπως άλλωστε ήταν και το ξεκίνημά του.

———————————-

 

Όταν μου ζήτησε η Βούλα να παρουσιάσω το βιβλίο της, το κείμενο που αρχικά ετοίμασα ήταν κατά πολύ περισσότερο από το σημερινό, και θα ξέφευγε χρονικά. Γι’ αυτόν τον λόγο, προσπάθησα να περιορίσω την έκταση του, κυρίως για να μη γίνει κουραστική, άλλα και για να έχω χρόνο για τον σχολιασμό του. Σχολιασμός που είναι απαραίτητος, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να σχηματίσουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το βιβλίο.

Θα ξεκινήσουμε με μία ιδιαιτερότητα που έχει αυτό το βιβλίο. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, οι ιστορίες ξετυλίγονται μέσα από ένα φανταστικό διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ του προσώπου αυτού, του βεροιώτη, και της Μέδουσας. Ένας διάλογος συνεχής που διαρκεί μέχρι το τέλος και ουσιαστικά δεν ολοκληρώνεται, καθώς ο κύριος αυτός υπόσχεται ότι θα ξανάρθει.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθώ.

Η σύλληψη αυτή της συγγραφέως, δηλαδή, να χρησιμοποιήσει ως «όχημα» ένα πρόσωπο, το οποίο είναι υπαρκτό στο κείμενο, για να «αντιπαρατεθεί» με ένα φανταστικό, όπως είναι η Μέδουσα, με σκοπό να μας διηγηθούν όλες αυτές τις ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο, είναι ευφάνταστη! 

Ένα ακόμη στοιχείο που κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου κατά την ανάγνωση του βιβλίου, είναι η περίτεχνη διαδικασία εναλλαγής από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, και αυτό δεν συμβαίνει στιγμιαία άλλα κατ’ εξακολούθηση, σε όλο το κείμενο.

Ξέρεται, για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, και μάλιστα στον υψηλό βαθμό που παρουσιάζεται στο βιβλίο, απαιτούνται ιδιαίτερες διαδικασίες και τεχνικές, απαραίτητη προϋπόθεση των οποίων είναι, όχι μόνο η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και η συγγραφική επιδεξιότητα. Αυτό το στοιχείο από μόνο του, καταδεικνύει το επίπεδο αρτιότητας του κειμένου, αλλά παράλληλα και τη δεινότητα της συγγραφέως.   

Τώρα, ας γυρίσουμε στο οπισθόφυλλο. Εδώ, ως είθισται δίνεται μία σύντομη περίληψη του περιεχομένου του βιβλίου. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε:

Ένα μυθολογικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους.

Εδώ βλέπουμε που εντάσσεται το βιβλίο και σε ποιους απευθύνεται. 

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο, θέτοντας ένα ερώτημα, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως ρητορικό.

Το βιβλίο είναι πράγματι ένα μυθολογικό παραμύθι ή είναι κάτι άλλο ή είναι και κάτι άλλο, εκτός από μυθολογικό παραμύθι;

Από την ανάγνωση του βιβλίου, η απάντηση στο ερώτημα εξάγεται αβίαστα.

Το βιβλίο δεν είναι απλά ένα μυθολογικό παραμύθι. Ξεπερνάει τα στενά όρια του είδους, στο οποίο έχει ενταχθεί, και αγκαλιάζει την πεζογραφία και την ποίηση, έντονα στοιχεία των οποίων είναι εμφανή μέσα στο κείμενο, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Και για του λόγου το αληθές, προχώρησα σε μία ενδεικτική επιλογή κάποιων αποσπασμάτων, τα οποία θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.

Σελ. 8, δεύτερη παράγραφος.

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι το απόσπασμα, όχι μόνο αυτό, άλλα και πολλά ακόμα, παραπέμπει σε Καρκαβίτσα και Λουντέμη.

Για να συνεχίσουμε. Δεν θα σας κουράσω. Δύο-τρία ακόμη αποσπάσματα θα διαβάσω.

Σελ. 10, περιγραφή της Μέδουσας – τα μάτια.

Σελ. 25, το δέντρο της ροδακινιάς.

Αυτό Ζήση είναι για σας, για τον Τουριστικό Όμιλο.

Σελ. 27, κλείσιμο.

Τι να πω. Ένα αριστοτεχνικά δομημένο κείμενο όλο το βιβλίο, το οποίο μόνο ευχαρίστηση προσφέρει στον αναγνώστη.

Για να δούμε όμως και μία ακόμη διάσταση του βιβλίου. Θα μπορούσε κάλλιστα και χωρίς καμία δυσκολία να ενταχθεί στο ιστορικό μυθιστόρημα. Το μόνο που χρειάζεται είναι απλά η συγγραφέας να προσθέσει υλικό για να αποκτήσει την απαραίτητη έκταση.  

Το υλικό αυτό υπάρχει. Και θα μπορούσε να καλύψει όχι έναν τόμο, αλλά τριλογία και μάλιστα μεγάλης έκτασης. Ευελπιστώ και εύχομαι κάποια στιγμή να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και να εκδοθεί όλο το υλικό που έχει στα χέρια της η Βούλα. Διότι είναι εξίσου καλό, αν όχι ανώτερο από αυτό του βιβλίου. 

Επί του παρόντος, ας περάσουμε να δούμε το δεύτερο μέρος της πρότασης που αναφέραμε: «για μικρούς και μεγάλους».

Μετά την πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσα με ευκολία να αντιστρέψω τις λέξεις και να πω: για «μεγάλους και μικρούς». Και αυτό γιατί; Διότι το βιβλίο απευθύνεται εξίσου, και σε μικρούς και σε μεγάλους.

Αν μάλιστα, αφαιρέσεις τις δραστηριότητες που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου, θα έλεγα ότι το βιβλίο απευθύνεται περισσότερο σε μεγάλους παρά σε μικρούς.

Παρεμπιπτόντως, θα ήταν πολύ χρήσιμο, και θα το συνιστούσα ανεπιφύλακτα, μετά την ανάγνωση του βιβλίου να ασχοληθούν και οι μεγάλοι με τις δραστηριότητες, τουλάχιστον με κάποιες από αυτές. Μόνο οφέλη θα αποκομίσουν.

Προσπάθησα να βρω κάποια σημεία, στα οποία θα μπορούσα να κάνω κριτική, αλλά δεν διαπίστωσα κάτι που θα μπορούσε να είναι άξιο αναφοράς.

Το μόνο πεδίο, όπου θα μπορούσα ίσως να κάνω κάποιες παρατηρήσεις αφορά, όχι την ουσία του κειμένου, αλλά κάποιες λεπτομέρειες επί τεχνικών θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να επιλυθούν στην επόμενη έκδοση του βιβλίου.

Σε κάθε περίπτωση, το τελικό συμπέρασμα που εξάγεται, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο, αν και κινείται σε υψηλές νοηματικές διαδρομές, ταυτοχρόνως είναι και εύληπτο. Και εδώ έγκειται η συγγραφική επιδεξιότητα, που ανέφερα νωρίτερα.

Γι’ αυτόν τον λόγο, και για όλους όσους προανέφερα, το βιβλίο της Βούλας Κοτσάλου είναι έξοχο και η ανάγνωσή του αποτελεί απόλαυση για τον αναγνώστη, μικρό και μεγάλο.

Βούλα, εύχομαι το βιβλίο σου να είναι καλοτάξιδο. Το αξίζει! Και είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα έχουμε την επόμενη έκδοση.

Κλείνοντας, οφείλω να πω κάτι για το πρόσωπο στο οποίο είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδιά. Η σεμνότητά της δεν θα με επέτρεπε να το πω. Εγώ όμως θα το πω.

Στο Δήμο της Βέροιας υπάρχει ένα διαμάντι. Αυτό το διαμάντι είναι «κρυμμένο» στη Δημοτική βιβλιοθήκη και λέγεται Βούλα Κοτσάλου.

 

Σας ευχαριστώ πολύ