ἕλιξ: νέος κλάδος ps μέλας

Είδαμε σε προηγούμενα κείμενα την σύνδεση της Σεμέλης με τον αιθέρα καθώς και την σύνδεση του Διονύσου ως φυλακισμένου στον αιθέρα από τον Δία για να κατευνάσει την οργή της Ηρας, καθώς και τον μύθο του  Διόνυσου που μεγαλώνει στο Κέρας της Αμάλθειας . Να υπενθυμίσω ότι ως «έσπερος θεός» χαρακτηριζόταν από τους αρχαίους ο Αδης.
Και ότι Εσπέρου Κέρας, ονομάζει ο Πτολεμαίος,  ένα ακρωτήριο της δυτικής Αφρικής.
Και ότι ο πλανήτης της Αφροδίτης όταν αυτός εμφανίζεται μετά τη δύση του Ήλιου (την «εσπέρα»), ονομάζεται και Από-σπεριτης. Ενδεικτικό κείμενο

Ο Διόνυσος θεωρείτε λατρεμένος θεός και αντιγραφή του μύθου του αιγυπτιακού θεού ‘Οσιρη, στους ‘Ελληνες. O παρ΄ όλιγον καμμένος υιός- θεός που γλυτώνει μέσα από τις στάχτες και την φωτιά. Και είναι ο μοναδικός που θα κρατήσει το σκήπτρο του ιδίου του Διός. Σκήπτρο της απόλυτης εξουσίας του Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Όμως και ο Όσιρης όμως θεωρείτε μελάγχροος, μελας την όψη και «καμμένος»

 Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter alpha, page 68, line 2

Αθαλώδης>. σκοτώδης.
<Αθήρ>.  ν ψει ἀὴρ πάνω το έροςκαιό
 μενος κ το λίουπαρ τ αθω αθήρπυ
 ρώδης γρ  τόπος  περάνω τν αθέρακα
 λέγεται θηλυκν  αθήρ. τὸ παράγωγον αἰ-
 θέριος. καὶ αἰθερία καὶ τῆς αἰθέρος, αἰθερί-
 της. ἀστροειδέα νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος ἱερᾶς….
θιοπεύς>.  π Αθιοπίας. [ἡ αἰτιατικὴ τῶν
 πληθυντικῶν Αἰθιοπῆας.]
θίοψ>.  μέλας.
θος>.  κκαύστης·  αθων κα καίων. παρὰ
 τὸ αἴθω τὸ καίω. [αἰθὸς δὲ ὁ αἰθόμενος καὶ
 καιόμενος.]
<Αἴθωνας>. λαμπροὺς, πυροειδεῖς ἢ καυστικούς.
θοπα>. μέλανα, διάπυρον ἢ τὸν ποιοῦντα
 ἐρυθροὺς, ἢ τὸν καυστικὸν, ὡς τό·    – αθοπα ονον.
 ἡ εὐθεῖα ὁ αἴθοψ.
<Αἴθων>. ὁ βίαιος λιμός. [ἀπὸ τοῦ αἴθωνος ἡλίου  τινός.]
<Αἰθονίδης>. κύριον.
<Αἰθριαίνης· Αἴθριξ>. ὀνόματα κύρια.
[<Αθριος>.  π τν αθέρα.]

Suda, Lexicon
Alphabetic letter alpha iota, entry 126, line 1

<Αἰθεροβατεῖν:> εἰς τὸν αἰθέρα βαίνειν. καὶ ὁ δοκῶν αἰθερο-
βατεῖν καὶ αὐτῆς ἧφθαι τῆς οὐρανίας ἁψῖδος καὶ συμπεριπολεῖν τοῖς
ἄστροις ἠγνόησε τὸ κρεουργηθῆναι, καὶ ὡς μύσος ἐκριφῆναι.
alpha iota.118.1
<Αἴθεσι:> λαμπροῖς.
<Αθειν:> καίειν. ὡς δὲ ἐνέβαλεν εἰς τὴν πολεμίαν, παρεκελεύετο
αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν.
<Αἴθη:> ὄνομα θηλείας ἵππου. Ὅμηρος· Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην.
θήρ:>  ν ψει ήρ,  πάνω το έρος καιόμενος κ το
λίου.
<Αἰθὴρ> θηλυκῶς Ὅμηρος· αἰθέρος ἐκ δίης. καὶ Πίνδαρος· φρήμας
δι’ αἰθέρος. διότι πυρώδης ὢν οὐ τρέφει. καὶ αὖθις· ἀστεροειδέα
νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος ἱερᾶς…
<Αἰθίοπα σμήχειν:> ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων.
θιοπες> κα <Αθιοπας.
Αθιοπία:> χώρα.
θιόπιον:> τς Εβοίας στ χωρίον.
θίοψ:>  μέλας. κα ζήτει ν τ πλ λόγ.
<Αἴθλη:> ἡ Χίος.
θόμενος:> καιόμενος.
<Αἴθοπα:> ἀντὶ τοῦ διάπυρον, φλεγμαίνουσαν. ἐν Ἐπιγράμμασι·
μέχρι καὶ αὐτοῦ βλέμματος ἐνστήσας αἴθοπα βασκανίην.
θοπος:> διαπύρου. θερμοῦ ἐν ταῖς μάχαις. ὁ δὲ Σοφοκλῆς  
ἐπὶ τοῦ παρακεκινηκότος ἐχρήσατο. οἵαν ἐδήλωσας ἀνδρὸς αἴθοπος
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτόν.
θος:>  κκαύστης.
θός:>  καιόμενος….
θοψ:>  μέλας.
θουσα:>  στοά.
θω:> τ καίω.

Ενώ ο ‘Οσιρης θεωρείτε κι εκείνος μελάγχροος – δηλαδή μελαχρινός, μαυριδερός ή ο έχων μελανή χροιά/επιδερμίδα.

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 359, section E, line 4

                          ἱστοροῦσι γὰρ Αἰγύπτιοι τὸν μὲν
Ἑρμῆν τῷ σώματι γενέσθαι γαλιάγκωνα, τὸν δὲ Τυφῶνα
τῇ χρόᾳ πυρρόν, λευκν δ τν ρον κα μελάγχρουν τν  
σιριν, ὡς τῇ φύσει γεγονότας ἀνθρώπους.

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 364, section B, line 4

τν δ‘ σιριν α πάλιν μελάγχρουν γεγονέναι μυθολογοσιν,
τι πν δωρ κα γν κα μάτια κα νέφη μελαίνει
μιγνύμενον, καὶ τῶν νέων ὑγρότης ἐνοῦσα παρέχει τὰς
τρίχας μελαίνας, ἡ δὲ πολίωσις οἷον ὠχρίασις ὑπὸ
ξηρότητος ἐπιγίνεται τοῖς παρακμάζουσι.

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica
Book 3, chapter 3, section 16, line 3

       “Ἱστοροῦσι γὰρ Αἰγύπτιοι τὸν μὲν Ἑρμῆν τῷ σώματι γενέσθαι γα-
λιάγκωνα, τὸν δὲ Τυφῶνα τῇ χροιᾷ πυρρόν, λευκν δ τν ρην κα μελάγ
χρουν τν σιριν, ὡς τῇ φύσει γεγονότας ἀνθρώπους.

Ο Οσιρης όμως λατρεύεται και ως ο Απις ή Σεραπις, και σύμβολο του ο μελανός ταύρος με το λευκό τρίγωνο στο κεφάλι…

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 362, section B, line 12

ὅτι πρῶτος εἰς Αἴγυπτον ἐξ Ἰνδῶν Διόνυσος γαγε δύο
βοςν ν τ μν πις νομα τ δ‘ σιρις· Σάραπις
δ‘ νομα το τ πν κοσμοντός στι παρ τ σαί
ρειν, ὃ καλλύνειν τινὲς καὶ κοσμεῖν λέγουσιν.

Herodotus Hist., Historiae
Book 2, section 154, line 1

 Ὁ δὲ πις κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσάν ἐστι Ἔπαφος.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 27, line 2

Ἀπιγμένου δὲ Καμβύσεω ἐς Μέμφιν ἐφάνη Αἰγυπτίοισι
 πιςτν Ἕλληνες Ἔπαφον καλέουσι· ἐπιφανέος δὲ
τούτου γενομένου αὐτίκα οἱ Αἰγύπτιοι εἵματά τε ἐφόρεον
τὰ κάλλιστα καὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσι.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 28, line 5

 δὲ Ἆπις οὗτος 
Ἔπαφος γίνεται μόσχος ἐκ βοὸς ἥτις οὐκέτι οἵη τε
γίνεται ἐς γαστέρα ἄλλον βάλλεσθαι γόνον· Αἰγύπτιοι δὲ
λέγουσι σέλας ἐπὶ τὴν βοῦν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατίσχειν καί
μιν ἐκ τούτου τίκτειν τὸν Ἆπιν.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 28, line 10

Ἔχει δὲ  μόσχος οὗτος
 Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδεἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ
μετώπῳ λευκόν τι τρίγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν
εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ
γλώσσῃ κάνθαρον. 

Ο Απις ή Σέραπις είναι ο Θεός Οσιρης . Από  Άσερ-χαπι, δηλαδή ‘Οσιρις-Άπις ή Σάραπις (Σέραπις) που θεωρήθηκε πως ήταν η πλήρης μορφή του Όσιρι και όχι απλώς η ζωική του δύναμη (το Κα ).
Ο ποταμός δε ο Νείλος ονομάζεται και Μέλας
Flavius Arrianus Hist., Phil., Bithynicorum fragmenta
Fragment 61, line 3

<Eustath. ad Dionys.> 222, p. 256, 45.
 Τινὲς δὲ Νεῖ-
λόν φασιν ὠνομάσθαι ἀπὸ Νείλου τινὸς ἀπογόνου Ἄτ-
λαντος, βασιλεύσαντος τῶν ἐκεῖ· ἄλλοι δὲ ὅτι Μέλας
πρότερον καλούμενος μετεκλήθη Νεῖλος ἀπό τινος Νεί
λου βασιλικοῦ παιδὸς ἐκεῖ ῥίψαντος ἑαυτόν· τινὰς μέν-
τοι ἀπό τινος Νειλασίου κεκλῆσθαι οὕτως αὐτὸν εἰπόντας
οὐκ εὖ λέγοντας ἀπελέγχει ὁ <Ἀρριανός.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 2, page 310, line 5

(v. 266) Αἶθοψ δὲ οἶνος  μέλας   θερμόςὡς ἐν ἄλλοις εἴρηται.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Odysseam
Volume 2, page 312, line 11
                                                                                      (Vers. 11.) Ἰστέον δὲ ὅτι
Λευκάδα μὲν πέτραν  μῦθος πρὸς τῷ Ἅιδῃ πλάττει  κατὰ ἀντίφρασινμέλας γὰρ ἐκεῖ σκότος, ἢ καὶ διὰ τοὺς ἐσχάτους τῆς ἐκεῖ γῆς τόπους, οὓς εἰκὸς τὸν ἥλιον ἔτι διαλευκαίνειν δυόμενον.
Η σύνδεση με την Πελοπόννησο και τους εκεί ποταμούς της καθώς ένας είναι και ο Μέλας ως άλλος Νείλος της Πελοποννήσου !!! Και ως Απια ή Απίη και η Πελοπόννησος  από τον μυθικό βασιλέα της τον ‘Απι, πριν την έλευση του Πέλοπα.

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 414, line 4
Ὅτι Ἀρκάδες περὶ μέσην τὴν Πελοπόννησον
κοίλην χθόνα ναίουσιν ὑπὸ τὸ ὄρος τὸ Ἐρύμανθον, ἐν
ᾧ κάπροι πολλοὶ, ὅθεν καὶ ὁ Ἐρυμάνθιος κάπρος, ὃν
ἔκτανεν Ἡρακλῆς· ἔνθα Μέλας καὶ Κρᾶθις καὶ Λάδων
ῥέουσιν.

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)
Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 651, line 8
<κισσὸς ὃν περιστεφής>: ὁ πανταχόθεν αὐτὸν στέψας. τοῦ
γὰρ οἴκου κεραυνωθέντος ἐξήμβλωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ φοβηθεῖσα, κισσὸς
δὲ περιέλιξεν:  – MTAB
<ἄλλως>: ὅντινα, Διόνυσον, κισσὸς ἔξωθεν περιπλακεὶς ἔτι βρέφος
ὄντα κατὰ τοῦ νώτου ἐκάλυψεν. ἱστορεῖ γὰρ Μνασέας [frg. 18] ὅτι τῶν
Καδμείων βασιλείων κεραυνωθέντων κισσὸς περὶ τοὺς κίονας φυεὶς ἐκά-
λυψεν αὐτὸν, ὅπως μὴ αὐθημερὸν καὶ ἐν μηδενὶ τὸ βρέφος διαφθαρῇ
 [καλυφθέν κισσῷ]· διὸ καὶ περικιόνιος ὁ θεὸς ἐκλήθη παρὰ Θηβαίοις:  –  
MTAB

Όμως δεν φτάνουν οι παραπάνω αναφορές, όπου ο θεός καλύπτετε από τον κισσό που καλύπτει, όχι μόνο τους κίονες, αλλά και τον ίδιο για να μην καταστραφεί ή αφανισθεί ο νέος ΥΙΟΣ , κι έτσι ονομάζεται και Περικιόνιος από τους Θηβαίους,  Μπορούμε να συνδέσουμε την ΕΛΙΞ/ΚΑ και με τις έλικες του κισσού αλλά και του αμπελιού καθως και  με την παρακάτω παραπομπή, εξάλλου ο νέος κλάδος συχνά εννοείτε ως ο Υιός που «φυτρώνει» φύεται εκ του πατρός, ο καρπός και ο σπόρος που αναδύεται.  Γι αυτό και στις Βάκχες αλλά και στα σχόλια του Ευριπίδη, οι ‘Ελικες, τα νεαρά βλαστάρια  περικυκλώνουν και σώζουν τον υιό από την φωτιά αλλά με την παρουσία τους δηλώνουν ταυτόχρονα και την γέννηση του Νέου Κλάδου/Υιού.

Euripides Trag., Bacchae
Line 12
ὁρῶ δὲ μητρὸς μνῆμα τῆς κεραυνίας
 τόδ’ ἐγγὺς οἴκων καὶ δόμων ἐρείπια
 τυφόμενα Δίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα,
 ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν.
 αἰνῶ δὲ Κάδμον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε
 τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀμπέλου δέ νιν
 πέριξ ἐγὼ ‘κάλυψα βοτρυώδει χλόηι.

Και της κεραυνοσκοτωμένης μου της μάνας
 βλέπω το μνήμα, εδώ κοντά στου παλατιού της
τα γκρεμισμένα αποκαΐδια, που καπνίζουν ακόμα,
από την άσβηστη του Δία φλόγα,
-σημάδι αιώνιο οργής στη μάνα μου απ΄ την Ηρα_
Μα εύγε στον Κάδμο που έκαμε σ΄ αυτόν τον τόπο
Ιερό στην κόρη του, κι απάτητο να ΄ ναι
Κι εγώ τον έζωσα χλωρά αμπελιού βλαστάρια …
Ενώ κόρυμβοι λέγονται και οι βοτρυώδεις καρποί του κισσού

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 566, line 19

 Κόρυμβοι δὲ νῦν οἱ βοτρυώδεις λέγονται καρποὶ τοῦ κισσοῦ.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 2098, line 1

<ἕλιξ>· νέος κλάδος ps μέλας.
<ἕλικας βοῦς>· ἤτοι ἀπὸ τῶν κεράτων, ἢ ἀπὸ τῶν ποδῶν
 ἑλικοειδεῖς. <ἑλικὸν> γὰρ τὸ συνεστραμμένον (Φ 448)
<ἑλικοί>· οἱ ἀσφοδελοί
<ἑλικόν>· ὀρθόν. καὶ ⌊μέλαν r περιφερές
<ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῆισι>· περὶ βοὸς φόνοις ἐκκειμένης
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 2098, line 1
<ἕλιξ>· νέος κλάδος ps μέλαςκαὶ ὁ αἰγίλωψ. καὶ ἡ κατάγραφος
 καὶ ἡ ἀναγλυφὴ παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι. [καὶ ὁ καρπός]. καὶ
 ψέλιον. καὶ τοῦ ὠτὸς ἡ περιοχή. καὶ δεσμός τις. ἢ τύλιγμα.
 ἢ †παράκλησις
*<ἑλιξάμενος>· ἐπιστραφείς (Μ 408) An
<ἑλίξας>· πλέξας. ⌊κάμψας S, στρέψας (Ψ 466)
<ἑλιξόκερως>· στρεβλόκερως…
<πέρκανα>· τὰ ἱστοῦ περιπλέγματα
<περκνόν>· μελανόν. ποικίλον
<περκνός>· γλαυκός. μέλας. καὶ τὰ ὅμοια

συνεχίζετε …

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *