τις δ’ ἐστὶν ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς;

Τα περί ιερών ιχθύων όμως δεν σταματούν στον Ανθία, ή στον Γλαύκο  που είδαμε στα μέχρι τώρα κείμενα. Στον Αθήναιο και στους Δειπνοσοφιστές αναφέρονται ως ιεροί και άλλοι ιχθύες, όπως τα δελφίνια αλλά και οι πομπίλοι.

Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 7, Kaibel paragraph 18, line 4

 τίς δ’ ἐστὶν ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς; ὁ μὲν

τὴν Τελχινιακὴν ἱστορίαν συνθείς, εἴτ’ Ἐπιμενίδης

(p. 233 K) ἐστὶν ὁ Κρὴς ἢ Τηλεκλείδης εἴτ’ ἄλλος τις,

ερούς φησιν εναι χθύας δελφνας κα πομπίλους.

ἐστὶ δ’ ὁ πομπίλος ζῷον ἐρωτικόν, ὡς ἂν καὶ αὐτὸς

γεγονὼς ἐκ τοῦ Οὐρανίου αἵματος ἅμα τῇ Ἀφροδίτῃ. 

Κι ενώ έχουμε αναλύσει την ονομασία του ιχθύος δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και την έννοια του Ιερού – Ιρού όπως αυτό προκύπτει από την εκδοχή του Δ-ιερού.

Το ιερός, κατά μία εκδοχή, δίνεται από το διερός με την αποβολή του δ (δέλτα)  όπου διερός ο πάντα εν ύδασι βρεχόμενος. Ως παραγόμενο επίθετο από το ρήμα διαίνω  δηλαδή βρέχω και υγραίνω κατά τον Όμηρο, ενώ κατ΄ άλλους από το δίω όπου δίω = το διώκω έτσι διερός και ιερός ο ταχύς ο γρήγορος αυτός που κινείται γρήγορα, τρέχει, καλπάζει, διώχνει, κυνηγά κλπ κλπ συσχετίστε το με το Διώ-νη το επίθετο της ‘Ηρας στην Δωδώνη αλλά και της Αφροδίτης, αλλά και με τον Διώ-νυσο ως άλλο τύπο γραφής του Διο-νύσσου αλλά και με το Δίων ως τόπο λατρείας.

Όμως το Δ – (δέλτα) ως γράμμα δηλώνει το γυναικείο μόριο, όπως είδαμε και σε προηγούμενα κείμενατο Δ σαν σύμβολo, και μάλιστα ανεστραμμένο τρίγωνο V και πολλές φορές με μια γραμμή κάθετη στο κέντρο του, ταυτίζεται με το σημείο της επιθυμίας και για να δείξει την αρχή της κολπικής σχισμής, ένας στυλιζαρισμένος γραφικός σχεδιασμός της μήτρας και του θηλυκού σεξουαλικού οργάνου, το σύμβολο της γυναικείας δύναμης. Όμως κι ένα μαγικό σύμβολο που σκοπό έχει να γονιμοποιήσει ή να φέρει γονιμότητα και την ίδια στιγμή να τρομάξει και να απομακρύνει τους βέβηλους.

Παρακάτω δίδονται μερικές ακόμα αναγραφές, για παραπέρα σκέψεις, ξεκινώντας από το λεξικό του Σουίδα.

Suda, Lexicon Alphabetic letter delta, entry 211, line 1

<Δέλτα:> τὸ τέταρτον στοιχεῖον. σημαίνει δὲ καὶ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον.

δέλτα παρατετιλμέναι.

<Δελφάκιον:> ὁ μικρὸς χοῖρος. Ἀριστοφάνης· οἴμοι κακοδαί-

μων, δελφάκιον γέγονα.

<Δελφίνιον:> ἔστι μέντοι χωρίον ἐν Χίῳ· ἔστι δὲ καὶ ἐν Ἀθή-

νησιν ἱερὸν Ἀπόλλωνος οὕτω καλούμενον, ἔνθα ἦν τὸ ἐν Δελφινί

δικαστήριον.

<Δελφίς:> πρὸς ναυμαχίαν πολεμιστήριον ὄργανον. ὅθεν καὶ

δελφινοφόρον ναῦν Θουκυδίδης ἐν τῇ ζʹ φησίν· ἔπειτα αὐτοὺς αἱ

κεραῖαι ὑπὲρ τῶν εὔπλων, αἱ ἀπὸ τῶν ὁλκάδων δελφινοφόροι, ἠρμέναι

ἐκώλυον. 

<Δελφίς:> ὁ ἰχθύς. καὶ ὄργανον ναυτικὸν σιδηροῦν, ἢ μολί-βδινον. 

<Δελφοί:> τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. οὕτω δὲ ἐκλήθη διὰ τ

τὸν Δελφύνην δράκοντα ἐκεῖ εὑρεθῆναι, ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Ἀπόλλων.

Πυθὼ δέ, διὰ τὸ ἐκεῖ σαπῆναι. καὶ <Δελφίς,> ἡ Δελφική, ἡ το

Ἀπόλλωνος. Δελφὶς γὰρ φάμα τόδ’ ἐθέσπισεν, ὄφρα γενοίμαν τᾶς

κείνου νύμφας σῆμα καὶ ἱστορίη. 

<Δελφύς:> μήτρα. ἔνθεν ἀδελφός. ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς μήτρας.

<Δελφοί:> τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. οὕτω δὲ ἐκλήθη διὰ τ

τὸν Δελφύνην δράκοντα ἐκεῖ εὑρεθῆναι, ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Ἀπόλλων.

Πυθὼ δέ, διὰ τὸ ἐκεῖ σαπῆναι. καὶ <Δελφίς,> ἡ Δελφική, ἡ το

Ἀπόλλωνος. Δελφὶς γὰρ φάμα τόδ’ ἐθέσπισεν, ὄφρα γενοίμαν τᾶς

κείνου νύμφας σῆμα καὶ ἱστορίη. 

<Δελφύς:> μήτρα. ἔνθεν ἀδελφός. ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς μήτρας. 

 Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περὶ παθῶν
Part+volume 3,2, page 188, line 3

E. Gud. 288, 38 coll. E. M. 274, 5: <ἱερὸν ἰχθύν:> τινὲς παρὰ

τὸ διαίνω διερός καὶ ἱερὸν τὸν ἀεὶ ἐν ὕδασι βρεχόμενον κατὰ ἀποβολὴν

οἷον «ἔνθ’ ἤτοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδί» (Od. ι 43)· οἱ δὲ παρὰ τὸ δίω

τὸ διώκω διερός καὶ ἱερός ὁ ταχύς· διωκτικὸς γάρ. <Ἡρωδιανὸς

περὶ παθῶν>.

Aelius Herodianus et Pseudo–Herodianus Gramm. et Rhet., Partitiones [Sp.?] (= Ἐπιμερισμοί) (e codd. Paris. 2543 + 2570). Page 242 line 16.

 διαίνω, τὸ βρέχω· ἰαίνω, τὸ εὐφραίνω·

 Orion Gramm., Etymologicum
Alphabetic letter delta, page 47, line 6

<Διώνη>. φροδίτη, π το δι πάντων έναι.

<Δελφίνιος>, ὁ Ἀπόλλων. ὅτι Κασταλίῳ τῷ κριτῇ εἰς

ἀποικίαν στελλομένῳ, πόλλων μοιωθες δελφνι

προηγήσατο τῆς νεὼς ἕως τοῦ Κρισίου κόλπου, καὶ

ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος, οὗ ὁ υἱὸς Δέλφις ἐπε-

κράτησε τῶν τόπων, καὶ ἀπ’ αὐτοῦ Δελφοὺς ἐκά-  

λεσε τοὺς ἐνοικοῦντας, κα Δελφινίου πόλλωνος ε-

ρν νιδρύσατο. τινς δέ φασιν, τι  δελφν ες τν

ναν λθε, κα κατ τοτον τν τρόπον πήδησεν

ες θάλασσαν.

<Δεύειν>. κυρίως τπ Δις βρέχεσθαι· νθεν  διε-

ρς γρός. 

<Διερός>, παρ τ διαίνω διαρός· καωνικς, μεταθέσει

το <α> ες <ε>, διερός. 

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)
Alphabetic entry upsilon, page 539, line 36
<Ὑγιὴς>, ὁ ἐν ὑγρῷ ὢν καὶ ζῶν, οἱονεὶ ὑγριὴς, καὶ ἀπο-
 βολῇ τοῦ ρ, ὑγιὴς ὅθεν καὶ δίερος ὁ ζῶν, καὶ ἀλίβας
 ὁ νεκρός·

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)
Alphabetic entry iota, page 272, line 52

<ερες>,  τερεον θύων τοι προσφέρων. κ τούτου

 ον κλήθη ερες, παρὰ τὸ ἵημι τὸ πέμπω, ὁ τὰς

 θυσίας ἀναπέμπων τῷ θεῷ· ἢ παρὰ τὸ ἱερεύω τὸ θύω,

 ἢ παρὰ τὸ ἱερός.

<ερες>, κ τοερεον καλεσθαι τ πρόβατον. ρίον

 γρ λέγεται τ μαλλίον, καὶ ἔριθος ἡ γερδία. (έριθος η υφάντρα )

<ερν>, τν μεγάλην, τερν δύο σημαίνει. τερν

 κα τ μέγα.

<ερεον> τ πρόβατον εἴρηται, διὰ τὸ ἵεσθαι ἤγουν

 φέρειν τὸ ἔριον. λοιπὸν ἱερεὺς ἐκλήθη, διὰ τὸ ἱερὸν

 εἶναι. ἢ ὁ τὸ ἱερὸν εὔων ἤγουν προσφέρων.

<Ἱερὸν ἦμαρ>, παρὰ τὸ θύειν ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ,

 ἤγουν ἐν τῇ μεσημβρίᾳ καὶ πρὸ μεσσημέρας ἕως

 πρωΐας. ἐπὶ τούτῳ γὰρ τῷ καιρῷ ἔθυον τοῖς Ὀλυμ-

 πίοις θεοῖς, ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τοῖς Χθονίοις.

<ερν χθν>, τινς παρ τ διαίνω. διερς κα

 διερν, τεν δατι βρεχόμενον, οον· νθ’ τοι

 μν γ διερ ποδ· ο δ παρ τ δίω τ διώκω

 διερς καερς,  ταχς κα διωκτικός. κα ες τ

χθς.

<Ἱέρεια>, διὰ τῆς ει διφθόγγου. τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς

 ος διὰ τοῦ εια παρασχηματιζόμενα θηλυκὰ διὰ τῆς

 ει διφθόγγου γράφεται. ἰστέον δὲ ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι  

 τοῦ ἱέρεια ἐκτείνουσι τὸ α, καὶ καταβιβάζουσι τὸν τό-

 νον καὶ φυλάσσουσιν.

<Ἱερὸν>, παρὰ τὸ ἐῶ καὶ τὸ ἀφίω, ὁ ἀνειμένος τόπος

 εἰς τιμὴν θεοῦ.

<Ἱεροφάντωρ>, διότι τὰ θεῖα λέγει καὶ διδάσκει, καὶ

 ἱεροτελεστὴς ὁμοίως.

<Ἱεροφάντης>, παρὰ τὸ τὰ ἱερὰ ἐκφωνεῖν. μᾶλλον

 δὲ ἐκφαίνειν καὶ λέγειν. οὗτος δέ ἐστιν ἱερουργὸς τῶν

 θείων μυστηρίων.

<Ἱερὸν ὀστοῦν>, κυρίως τὰ κατὰ τὴν ὀσφῦν τῶν ἱε-

 ρείων ὀστέα δ. ταῦτα ἐπετίθεσαν ταῖς θυσίαις. οἱ

 δὲ, ὅτι, φασὶν, ἡ ὀσφῦς πρώτη φύεται τῶν ζώων,

 ἤγουν τῶν ἱερείων, ὅθεν τὰ ἐκτέρωθεν τῆς τρόπιος,

 ἀμφιμάτρια λέγεται, ἀπὸ τῆς μήτρας. τινὲς δὲ τὸ μέγα

 ὀστοῦν. ἢ παρὰ τὸ ερν τ μέγα, ς ερς χθς.

<Ἱερὸν ὀστέον>, τὸ ἄκρον τῆς ὀσφύος ἢ ὅτι μέγα ἐστὶ

 πάθος γὰρ ἀναιρετικόν. ἢ ὅτι ἱερουργεῖται τοῖς θεοῖς.

 Μένανδρος· οἱ δὲ τὴ ὀσφῦν ἄκραν θύσαντες.

<ερς>, ἅγιος, τίμιος, ἀμόλυντος, θαυμαστὸς, μέγας,

 καθαρὸς, κατὰ κράσιν ρς, ἡνίκα προτερεύει τὸ ι τοῦ

 ε εἰς ι γίνεται ἡ κράσις, οἷον, ἱέραξ ἵραξ, ὡς τὸ

 ἵρηξ ὠκυπέτης. ἡνίκα δὲ τὸ ε τοῦ ι, ἡ δίφθογγος

 ἐπικρατεῖ, οἷον, ὑγίεια ὑγεία.

<Ἱερουργὸς>, ὁ τοῦ ἱερέως τὸ ἐπιτήδευμα ἔχων. ἢ παρὰ

 τὸ τὰ θεῖα ἐπιτελεῖν. 

 Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 274, line 1

 <Διερός>: Ὁ ὑγρός. Καλλίμαχος,

 διερὴν δ’ ἀπεσείσατο λαίφην.

Λέγεται διερς κα ζν κ μεταλήψεως· Ὅμηρος,

 Οὐκ ἔσθ’ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός.

Τουτέστι ζῶν καὶ ἐρρωμένος, Ὀδυσσείας ζʹ. Ο

γρ ζντες γροαὖοι δ’ οἱ τεθνεῶτες. Παρὰ τὸ

διαίνω, τὸ ὑγραίνω, γίνεται διαρὸς, ὡς μιαίνω, μιαρός·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 774, line 26
<Ὑγιής>: Ὁ ἐν ὑγρῷ ὢν καὶ ζῶν, οἷον ὑγριής· ὅθεν διερὸς, ὁ ζῶν· καὶ ἀλίβας, ὁ νεκρός.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)
Prolegomenon-anecdote-poem 1, section-verse 55[f]        , line 3

<γρός:> γίνεται τγρν κ τοω τ βρέχω· ὕσω ὑρὸς K

καὶ ὑγρὸς πλεονασμῷ τοῦ <γ>. ὑγρὸς οὖν κανθος  δίυγρος,

 διερός,  ζν. <ἢ ὑδρὸς> οἷον ἔνυδρός τις εἶναι δοκῶν.

συνεχίζετε..

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *