Οι λάρνακες όμως και οι ιστορίες τους δεν τελειώνουν εδώ…
Η λάρνακα όπως είδαμε στα παραπάνω κείμενα είναι κιβώτιο στο όποιο εναπέθεταν ακόμα και οικιακά πράγματα, ένα είδος θήκης, (εκ του τίθημι ) ή κάλπης αλλά και θήκη προς εναπόθεση των οστών νεκρού, κάλπη τεφροδόχος, θήκη προς εναπόθεση του νεκρού.
Στην αρχαιολογία όμως υπάρχει διαχωρισμός ως προς τη χρήση τους. Από τα ευρήματα τις χωρίζουν ως α)το κιβώτιο –θήκη– για εναπόθεση πραγμάτων τετράγωνο και ευμετακόμιστο (κασέλα ή σεντούκι), Παραστάσεις λαρνάκων επί αγγειογραφιών, αλλά και πραγματικές λάρνακες ευρεθήκαν στην Πομπηία, αποδεικνύουν ότι τα σκεύη αυτά συνήθως τετραγωνικά, στηρίζονταν σε υψηλά πόδια που έφεραν σχήμα πελμάτων ζώων και έφεραν κάλυμμα ή πώμα, κοσμούντο δε διά σχετικών παραστάσεων αναλόγως του προορισμού των. Η προς φύλαξη ενδυμάτων λάρνακα, ενδεδυμένη ενίοτε με σιδερένια πλάκα, ήταν μεγάλο κιβώτιο, τοποθετείτε δε στα δωμάτια, όπου χρησίμευε και ως κάθισμα, ενίοτε δε στερεώνονταν επί του δαπέδου και διά μεγάλου καρφιού (ήλου). Ή προς φύλαξη πολυτιμότερων αντικειμένων, όπως κοσμημάτων και χρημάτων λάρνακα, ήταν θήκη μεγάλων μεν διαστάσεων, όταν χρησιμοποιείτο εις ναούς προς φύλαξη των πολυτίμων σκευών και άλλων λατρευτικών αντικειμένων, μικρών δε όταν χρησιμοποιείτο προς φύλαξη πολυτίμων αντικειμένων τής οικίας. Η λάρναξ αυτή καλείτο άλλιως και αργυροθήκη. Η αργυροθήκη τοποθετείτε συνήθως εις τον κοιτώνα, πλησίον της κλίνης.

β) το λίκνον των βρεφών, είδος τής λάρνακας το λίκνο, ήταν και αυτή τετράγωνο κιβώτιο, λεγόμενο αλλιώς και κιβωτός. Τούτη λάρνακα ήταν η κατατεθείσα εις Ολυμπία λάρνακα του Κυψέλου, δηλαδή το λίκνον εντός του οποίου, κατά την παράδοση, λικνισθεί ό βασιλεύς τής Κορίνθου.
και γ) το φέρετρον ή ή σαρκοφάγος των νεκρών. Τό τρίτον είδος τής λάρνακας ήταν το φέρετρο ή η σαρκοφάγος. Η λέξις σαρκοφάγος είναι υστερογενής όρος, και χρησιμοποιήθηκε το πρώτον από του Ιουνεβαλίου, ενώ πρώτα ονομάζονταν λάρναξ ή σορός. Η εντάφιος λάρναξ κατασκευάζετο απο πηλό όπως στην Σάμο και Κλαζομενάς ή εκ μαρμάρου ή πώρου όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδος.

Όμως ακολουθούν μερικές ακόμα περιπτώσεις όπου η μητέρα και το βρέφος έχουν τεθεί σε λάρνακα/κιβωτό κι έχουν ριχτεί στην θάλασσα

Όμοια περίπτωση με του Δία και της Σεμέλης ή της Δανάης είναι η περίπτωση και του Απόλλωνα που ξεμυαλίζει την Ροιώ
Από την οποία θα αποκτήσει παιδί με μία από τις κόρες του Στάφυλου (ολως τυχαίως μας παραπέμπει στον Διόνυσο και στην λατρεία της Αμπέλου/ Σταφυλιού και του Οίνου, Σταφύλου τοῦ υἱοῦ Διονύσου, θυγάτηρ γίνεται Ῥοιώ.( Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) Scholion 570, line 2
Η Ροιώ και το παιδί της σώζονται και μάλιστα ο Απόλλων,- ως άλλος Δίας- καθώς το βρέφος το έχουν αναθέσει το βωμό του, στην ΔΗΛΟ, κρύβει το παιδί του το τρέφει και του διδάσκει την μαντική ..
Ροιώ/ωδης ή ροώδης, ή οφθαλμός ;;;
Ροιώδης, ροώδης ο υγρός, ο έχων ισχυρόν ρούν, ο ορμητικός, ο ρέων, ο κυματώδης, ο ρεων ή ρέουσα ή ΡΕΑ-ΟΥΣΑ …
Ροώδης, ο εν είδη ροιάς, ροδίου
Ροιά η ρωά η ροδιά και το ρόδι.
Ροιά, ροιή, ρόα η ροδιά

Ροιας ροιάδος είδος μήκωνος, λαλές
Ρυαξ –ακος ρεύμα ύδατος, χείμαρρος ορμητικός …
Ρυάς ροώδης, ρευστός, υγρός, ασθενικός
Ρυάς αμπέλου ασθένεια του αμπελιού…

Diodorus Siculus Hist., Bibliotheca historica (lib. 1-20)
Book 5, chapter 62, section 1, line 11
Σταφύλου γὰρ καὶ Χρυσοθέμιδός φασι γενέσθαι τρεῖς
θυγατέρας, Μολπαδίαν καὶ Ῥοιὼ καὶ Παρθένον
ὄνομα. καὶ τῇ μὲν Ῥοιοῖ τὸν Ἀπόλλωνα μιγέντα
ἔγκυον ποιῆσαι· τὸν δὲ πατέρα αὐτῆς ὡς ὑπ’ ἀν-
θρώπου τῆς φθορᾶς γεγενημένης ὀργισθῆναι, καὶ
διὰ τοῦτο τὴν θυγατέρα εἰς λάρνακα συγκλείσαντα
βαλεῖν εἰς τὴν θάλατταν. προσενεχθείσης δὲ τῆς
λάρνακος τῇ Δήλῳ τεκεῖν ἄρρενα, καὶ προσαγο-
ρεῦσαι τὸ παιδίον Ἄνιον. τὴν δὲῬοιὼ παραδόξως
σωθεῖσαν ἀναθεῖναι τὸ βρέφος ἐπὶ τὸν βωμὸν τοῦ
Ἀπόλλωνος, καὶἐπεύξασθαι τῷ θεῷ, εἰἔστιν ἐξ
ἐκείνου, σώζειν αὐτό. τὸν δ’ Ἀπόλλωνα μυθολο-
γοῦσι τότε μὲν κρύψαι τὸ παιδίον, ὕστερον δὲ φρον-
τίσαντα τῆς τροφῆς διδάξαι τὴν μαντικήν, καί τι-
νας αὐτῷ περιτιθέναι μεγάλας τιμάς. τὰς δὲ τῆς
Μέχρι τώρα είδαμε και την Λάρνακα/Κιβωτό του Δευκαλίωνα σε παλαιότερα κείμενα.
Lucianus Soph., De Syria dea
Section 12, line 20
αὐτίκα ἡ γῆ πολλὸν ὕδωρ ἐκδιδοῖ καὶ
ὄμβροι μεγάλοι ἐγένοντο καὶ οἱ ποταμοὶ κατέ-
βησαν μέζονες καὶ ἡ θάλασσα ἐπὶ πολλὸν ἀνέβη,
ἐς ὃ πάντα ὕδωρ ἐγένοντο καὶ πάντες ὤλοντο,
Δευκαλίων δὲ μοῦνος ἀνθρώπων ἐλίπετο ἐς
γενεὴν δευτέρην εὐβουλίης τε καὶ τοῦ εὐσεβέος
εἵνεκα. ἡ δέ οἱ σωτηρίη ἥδε ἐγένετο· λάρνακα
μεγάλην, τὴν αὐτὸς εἶχεν, ἐς ταύτην ἐσβιβάσας
παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ἑωυτοῦ ἐσέβη· ἐσβαίνοντι
δέ οἱ ἀπίκοντο σύες καὶ ἵπποι καὶ λεόντων γένεα
καὶ ὄφιες καὶ ἄλλα ὁκόσα ἐν γῇ νέμονται, πάντα
ἐς ζεύγεα. ὁ δὲ πάντα ἐδέκετο, καί μιν οὐκ
ἐσίνοντο, ἀλλά σφι μεγάλη διόθεν φιλίη ἐγένετο.
καὶ ἐν μιῇ λάρνακι πάντες ἔπλευσαν ἔστε τὸ
ὕδωρ ἐπεκράτεεν. τὰ μὲν Δευκαλίωνος πέρι
Ἕλληνες ἱστορέουσι.
Lucianus Soph., De saltatione
Section 39, line 2
Δευκαλίωνα ἐπὶ τούτοις, καὶ τὴν μεγάλην ἐπ’
ἐκείνου τοῦ βίου ναυαγίαν, καὶ λάρνακα μίαν
λείψανον τοῦἀνθρωπίνου γένους φυλάττουσαν, καὶἐκ λίθων ἀνθρώπους πάλιν.
Hellanicus Hist., Fragmenta
Volume-Jacobyʹ-F 1a,4,F, fragment 117, line 10
SCHOL. PINDAR. O IX 62b: φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει
γλῶσσαν, ἵνα … Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο
πρῶτον] Πρωτογενείας καὶ Λοκροῦ κατ’ ἐπίκλησιν Ὀποῦς. ἡ δὲ Πύρρα
καὶ Δευκαλίων ἐκ τοῦ Παρνασσοῦἐλθόντες ἐν τῆι λάρνακι πρῶτον ὤικησαν ἐν τῆι Ὀποῦντι πλησίον Παρνασσοῦ. ἔνιοι οὐκ ἐν Ὀποῦντί φασι Πύρραν οἰκῆσαι. ὁ γὰρ Ἀπολλόδωρος (II) οὕτως γράφει· ‘οἰκῆσαι δὲ ἐν Κύνωι
τὸν Δευκαλίωνα λέγεται, καὶ τὴν Πύρραν ἐκεῖ τετάφθαι φασίν.’ ἱστορεῖ
δὲ ταῦτα καὶ Ἑλλάνικος. δυσχεραίνοι δὲ ἄν τις, πῶς τινές φασι Πύρρας
καὶ Δευκαλίωνος εἶναι Πρωτογένειαν, τοῦ Πινδάρου ἐξ Ὀποῦντός τινος
Ἠλείου λέγοντος αὐτὴν γεγενῆσθαι. ὁ δὲ Ἑλλάνικος καὶ τὴν λάρνακα
οὐ τῶι Παρνασσῶι φησι προσενεχθῆναι, ἀλλὰ περὶ τὴν Ὄθρυν τῆς
Θεσσαλίας.
Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., De prosodia catholica
Part+volume 3,1, page 209, line 22
Ἐγγυασός> ἐκτεταμένον ἔχον τὸ <α> ὀξύνεται καὶ τὸ <Παρνασσός> δύο
<σσ> ἔχον. ἔστι δὲ ὄρος Δελφῶν. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερονΛαρνασσόςδιὰ
τὸ τὴν Δευκαλίωνος λάρνακα αὐτόθι προσενεχθῆναι.
Όμοια και ο Νώχος ο Νώε φαίνεται να διαθέτει την δική του Λάρνακα/Κιβωτό, αλλά ο συγκεκριμένος την κατασκεύασε μάλιστα τετραστεγον και με μήκος τριακοσίων πεντήκοντα μέτρων / ποδών ή πήχεων (;)
Flavius Josephus Hist., Antiquitates Judaicae
Book 1, chapter 77, line 1 καὶ οἱ μὲν οὕτως ἀφανίζονται πάντες, Νῶχος
δὲ σώζεται μόνος ὑποθεμένου μηχανὴν αὐτῷ καὶ πόρον πρὸς σω-
τηρίαν τοῦ θεοῦ τοιαύτην· λάρνακα τετράστεγον κατασκευάσας πη-
χῶν τὸ μῆκος τριακοσίων πεντήκοντα δὲ τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα
τὸ βάθος, εἰς ταύτην σὺν τῇ μητρὶ τῶν παίδων καὶ ταῖς τούτων
γυναιξὶν ἀνέβη, τά τε ἄλλα ὅσα πρὸς τὰς χρείας ἐπικουρήσειν αὐ-
τοῖς ἔμελλεν ἐνθέμενος, ζῷά τε παντοῖα πρὸς διατήρησιν τοῦ γέ-
νους αὐτῶν ἄρρενάς τε καὶ θηλείας συνεισβαλόμενος ἄλλα τε τούτων
ἑ πταπλασίονα τὸν ἀριθμόν.
Flavius Josephus Hist., Antiquitates Judaicae
Book 14, chapter 427, line 1 καὶ γενόμενος κατά τι στόμιον πρῶτα
μὲν παλτοῖς ἀνακόπτει τοὺς πολλοὺς τῶν ἐπὶ τοῦ στομίου, ἔπειτα
ἅ ρπῃ τοὺς ἀνθεστῶτας ἐπισπασάμενος ὠθεῖ κατὰ τοῦ κρημνοῦ, καὶ
τοῖς ἔνδον ἐπεισελθὼν ἀποσφάττει τε πολλοὺς καὶ εἰσελθὼν εἰς
τὴν λάρνακα ἡσύχασεν.
Η πιο γνωστή όμως περίπτωση Λάρνακας είναι η Λάρνακα του ‘Οσιρη στο «Περί Ίσιδος και Οσιρίδος»… Μια λάρνακα κατασκευασμένη στα μέτρα του ‘Οσιρη, που έχουν παρθεί μυστικά και παρασκηνιακά, διακοσμημένη έτσι ώστε να δωθεί ως δώρο στο συμπόσιο…Ο Οσιρης ισχυρίζονται οι Έλληνες ότι είναι ο Διόνυσος… ακολουθεί το κείμενο με την πονηριά του Τυφώνα …

Eudoxus Astron., Fragmenta
Fragment 290, line 26
Το ῦ δ’ Ὀσίριδος ἐκμετρησάμενον λάθρα τὸ σῶμα καὶ κατασκευάσαντα πρὸς τὸ μέγεθος λάρνακα καλὴν καὶ κεκοσμημένην περιττῶς εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ συμπόσιον.
Eudoxus Astron., Fragmenta
Fragment 290, line 29
Ἡ σθέντων δὲ τῇ ὄψει καὶ θαυμασάντων, ὑποσχέσθαι τὸν Τυφῶνα μετὰ παιδιᾶς, ὃς ἂν ἐγκατακλεισθεὶς ἐξισωθῇ, διδόναι δῶρον αὐτῷ τὴν λάρνακα….
13 Βασιλεύοντα δ’ Ὄσιριν Αἰγυπτίους μὲν εὐθὺς ἀπόρου βίου καὶ θηριώδους ἀπαλ-
λάξαι, καρπούς τε δείξαντα καὶ νόμους θέμενον αὐτοῖς καὶ θεοὺς διδάξαντα τιμᾶν·
ὕστερον δὲ γῆν πᾶσαν ἡμερούμενον ἐπελθεῖν, ἐλάχιστα μὲν ὅπλων δεηθέντα, πειθοῖ δὲ τοὺς πλείστους καὶ λόγῳ μετ’ ᾠδῆς πάσης καὶ μουσικῆς θελγομένους προσαγόμενον· ὅθεν Ἕλλησι δόξαι Διονύσῳ τὸν αὐτὸν εἶναι. Τυφῶνα δ’ ἀπόντος μὲν οὐδὲν νεωτερίζειν, διὰ τὸ τὴν Ἶσιν εὖ μάλα φυλάττεσθαι καὶ προσέχειν ἐγκρατῶς ἔχουσαν, ἐπανελθόντι δὲ δόλον μηχανᾶσθαι, συνωμότας ἄνδρας ἑβδομήκοντα καὶ δύο πεποιημένον καὶ συνεργὸν ἔχοντα βασίλισσαν ἐξ Αἰθιοπίας παροῦσαν, ἣν ὀνομάζουσιν Ἀσώ. Τοῦ δ’ Ὀσίριδος ἐκμετρησάμενον λάθρα τὸ σῶμα καὶ κατασκευάσαντα πρὸς τὸ μέγεθος λάρνακα καλὴν καὶ κεκοσμημένην περιττῶς εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ συμπόσιον. Ἡσθέντων δὲ τῇ ὄψει καὶ θαυμασάντων, ὑποσχέσθαι τὸν Τυφῶνα μετὰ παιδιᾶς, ὃς ἂν ἐγκατακλεισθεὶς ἐξισωθῇ, διδόναι δῶρον αὐτῷ τὴν λάρνακα. Πειρωμένων δὲ πάντων καθ’ ἕκαστον, ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν, ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι. Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ τὰ μὲν γόμφοις καταλαβόντας ἔξωθεν, τῶν δὲ θερμοῦ μολίβδου καταχεαμένους, ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἐξενεγκεῖν καὶ μεθεῖναι διὰ τοῦ Τανιτικοῦ στόματος εἰς τὴν θάλασσαν, ὃ διὰ τοῦτο μισητὸν ἔτι νῦν καὶ κατάπτυστον ὀνομάζειν Αἰγυπτίους.
Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 356, section B, line 11 Τυφῶνα δ’ ἀπόντος
μὲν οὐθὲν νεωτερίζειν διὰ τὸ τὴν Ἶσιν εὖ μάλα φυλάτ-
τεσθαι καὶ προσέχειν ἐγκρατῶς ἔχουσαν, ἐπανελθόντι
δὲ δόλον μηχανᾶσθαι συνωμότας ἄνδρας ἑβδομήκοντα
καὶ δύο πεποιημένον καὶ συνεργὸν ἔχοντα βασίλισσαν ἐξ
Αἰθιοπίας παροῦσαν, ἣν ὀνομάζουσιν Ἀσώ· τοῦ δ’ Ὀσί-
ριδος ἐκμετρησάμενον λάθρα τὸ σῶμα καὶ κατασκευά-
σαντα πρὸς τὸ μέγεθος λάρνακα καλὴν καὶ κεκοσμημένην
περιττῶς εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ συμπόσιον.
Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 356, section C, line 4 ἡσθέντων δὲ τῇ ὄψει καὶ θαυμασάντων ὑποσχέσθαι τὸν Τυφῶνα μετὰ παιδιᾶς, ὃς ἂν ἐγκατακλιθεὶς ἐξισωθῇ, διδόναι δῶρον αὐτῷ τὴν λάρνακα.
Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 357, section D, line 7
Ὅ που δὲ πρῶτον ἐρημίας ἔτυχεν, αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν γενομένην ἀνοῖξαι τὴν λάρνακα καὶ τῷ προσώπῳ τὸ πρόσωπον ἐπιθεῖσαν ἀσπάσασθαι καὶ δακρύειν.


Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 368, section A, line 4 τὸ δὲ ξύλον
ἐν ταῖς λεγομέναις Ὀσίριδος ταφαῖς τέμνοντες κατα-
σκευάζουσι λάρνακα μηνοειδῆ διὰ τὸ τὴν σελήνην, ὅταν
τῷἡλίῳ πλησιάζῃ, μηνοειδῆ γινομένην ἀποκρύπτεσθαι.“Ο Οσιρης και ο Αρουήρις είναι παιδιά του Ηλιου… Ενώ ο Τυφών και η Νεφθύς παιδιά του Κρόνου… Όταν βασίλευε ο Οσιρις., απάλλαξε αμέσως τους Αιγυπτίους παο την πρωτόγονη κι άγρια ζωή… Υστέρα ταξίδεψε σ΄ όλη τη γή, εξημερώνοντας τους ανθρώπους, καταφεύγοντας ελάχιστα στα όπλα… Οσο απουσίαζε ο Οσιρις ο Τυφών δεν τόλμησε να επιχειρήσει τίποτα ανατρεπτικό, Όταν όμως εκείνος επέστρεψε, ο Τυφών μηχανεύτηκε δόλιο κόλπο με συνωμότες εβδομήντα δύο άνδρες και συνεργό την βασίλισσα της Αιθιοπίας που ονομαζόταν Ασω.. Αφου μέτρησε κρυφά το ανάστημα του Οσιρίδος κι έφτιαξε στο μέγεθος του κάσα όμορφη με πλούσια στολιδια, την έφερε στο συμπόσιο και ολοι ευφράνθηκαν βλέποντας την, την θαύμασαν, και ο Τυφών αστειευόμενος υποσχέθηκε πως όποιος μπει και ξαπλώσει και χωράει θα του την χαρίσει ως δώρο Δοκίμασαν όλοι, ένας ένας κανένας δεν χωρούσε, μπήκε όμως ο Οσιρις και ξάπλωσε και έτρεξαν τότε οι συνομώτες έκλεισαν το σκέπασμα, χρησιμοποιώντας εξωτερικά σφήνες , το σφράγισαν με καυτό μολύβι, το έβγαλαν στον ποταμό και μεταφέρθηκε μέχρι την θάλασσα μέσα από την Τανιτική εκβολή, που για τον λόγο αυτό μισούν ακόμη και σήμερα οι Αιγύπτιοι και την αναφέρουν με φρίκη, τούτα έγιναν καθώς λένε την Δεκάτη εβδόμη του Μήνα Αθύρ – Νόεμβρη (Η 17η μέρα του μηνός Αθυρ συμπίπτει με την 13η Νοεμβριου του Ιουλιανού Ημερολογίου
Μηνοειδής, στο σχήμα που παίρνει η σελήνη όταν πλησιάζει τον ήλιο που κρύβεται και γίνεται μηνοειδής. Το σχήμα της λάρνακος του Όσιρη-Υή-Διόνυσου.
Συνεχίζετε