
Η Βούλα Κοτσάλου επανέρχεται με το βιβλίο Αποστολή Ειρήνη. Μετά τη Βεργόνα της τη γοργόνα της Βέροιας, περνάει με τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές από την όμορφη πόλη μας στον κόσμο ή μάλλον στους κόσμους. Σε μια συνάντησή των κόσμων μέσα από δύο παιδιά που ανταμώνουν στο λογοτεχνικό της σύμπαν για ένα σύντομο ταξίδι αυτογνωσίας, μια περιήγηση στο παρόν, μια αναδρομή στο παρελθόν, μια υπόσχεση για το μέλλον . Το καθένα με τη δική του αποστολή προσανατολίζεται, οραματίζεται και ανακαλύπτει.
Η συγγραφέας από μια γεωγραφία της μνήμης σε μια μικρή πόλη (στη Βεργόνα) περνάει σε μια κοσμογραφία. Φεγγάρια, αστερισμοί, θάλασσες και ωκεανοί γίνονται το σκηνικό μιας απόκοσμης εμπειρίας με τους συμβολισμούς της και τα μυστήριά της. Η μυθολογία συναντά σ΄ αυτό το βιβλίο τη φαντασία, την τόσο οικεία στα παιδιά αλλά ανοίκεια σε εμάς ίσως γιατί η φαντασία είναι μια άρνηση του κόσμου στην ουσιαστική του δομή κι αυτό εγείρει άλλες αξιώσεις.
Η Βούλα αγαπά, όπως προκύπτει από τη συγγραφή της, τη μυθολογία και τη φαντασία. Όπως και τα παιδιά άλλωστε. Θυμηθείτε πόσες φορές τα παιδιά εκφράζουν τον ενθουσιασμό και την έκπληξή τους με τις λέξεις « φανταστικό» «φανταστικά».
Ο Αλμπερτ Αϊνστάιν είχε πει: «Η λογική θα σε πάει από το Α στο Β. Η φαντασία θα σε πάει παντού.» Γι αυτό τα παιδιά αγαπούν το φανταστικό, πάντα το αγαπούσαν. Από τους κάθε λογής μύθους, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τα λαϊκά παραμύθια, τον Ιούλιο Βερν, τον Τόλκιν έως τον Χάρι Πότερ ό τι δίνει χώρο στο μυαλό να απλωθεί και να ξεφύγει από τα όρια είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Άνθρωποι με ζωηρή φαντασία είναι συνήθως περίεργοι, όπως συχνά τα παιδιά μας. Είναι όμως πιο περίεργο πως ενώ επιδιώκουμε να καταπνίξουμε αυτή τη φαντασία και την περιέργεια την παιδική από πολύ νωρίς, αυτή βρίσκει διέξοδο στα πεδία της τέχνης: της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής κι εκεί την αναζητούν τα παιδιά. Υπερφυσικοί ήρωες, παράδοξα φαινόμενα, υπερβατικές καταστάσεις, συγκινούν και παρακινούν στην κατανόηση του πραγματικού ή γίνονται ευρηματικά οχήματα για να προτείνουμε εναλλακτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας.
Ο Άλεξ κι ο μικροσκοπικός Αέθων, δυο όντα από διαφορετικούς κόσμους, συντονίζουν τις συχνότητες τους και συνομιλούν χωρίς το φράγμα της διαφορετικής γλώσσας. Το μικροσκοπικό πλάσμα από ένα μακρινό αστρικό σύστημα που προσγειώθηκε στον πλανήτη γη « του μιλούσε μέσα στο μυαλό του. Δε χρειαζόταν καν να ανοίξει το μικρό του στόμα….». Ζητά να μάθει για τη γη και τον πολιτισμό της μέσα στο χρόνο, την εξέλιξη της και το μελλοντικό της όραμα κι έτσι ο Άλεξ αναλογίζεται τον φυσικό κόσμο, τα μυστήρια του πλανήτη, τη διαδοχή των πολιτισμών, το ρόλο των θεών στη δημιουργία, την ανθρώπινη επινοητικότητα και ανθεκτικότητα, αλλά και το παράλογο του πολέμου, της πείνας, της προσφυγιάς. Στον γεμάτο αντιφάσεις κόσμο μας ο άνθρωπος εύθραυστος μπροστά στη φύση δημιούργησε κραταιούς πολιτισμούς, αλλά και ο άνθρωπος κατέστησε τη ζωή εύθραυστη με την υπεροψία και την απληστία του. Αυτός όμως είναι και η λύση των προβλημάτων που δημιούργησε. Κι αυτό που αποκαλύπτεται ταυτόχρονα στα δυο αυτά όντα είναι αυτό που είπε ο Γιώργος Σεφέρης στο λόγο του όταν βραβεύτηκε με το Νομπελ: « Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»
Μια φανταστική συνάντηση, λοιπόν, δύο όντων ως αφορμή για ανταλλαγή δεδομένων αλλά και ως αφορμή για αλλαγή ρόλων καθώς ο Άλεξ συνειδητοποιεί ότι τα παιδιά αναλαμβάνουν έναν ιερό σκοπό ως υπερασπιστές της ελπίδας που μόνο σε συνθήκες ειρήνης επιβιώνει αλλά και της ευθύνης που κανένας από τους ενήλικες δεν αποδέχεται πια. Κι ενώ η αθωότητα είναι για το απόκοσμο ον η αχίλλειος πτέρνα των παιδιών στη γη, για τη γη είναι η μόνη ελπίδα για επιβίωση καθώς η αθωότητα γεννά την αίσθηση μιας υπέρτατης αποστολής που δίνει περιεχόμενο σε κάθε νοήμονα ζωή και που μας έφερε ως εδώ.
Ένα βιβλίο που αξιοποιεί εκδοχές του φανταστικού στην παιδική λογοτεχνία, μια ιστορία όπου παρεμβαίνει το υπερφυσικό. Ιδιαίτερα αγαπητό από τα παιδιά διαχρονικά αλλά και σήμερα, σε άλλες εκδοχές, αφού η παιδική ηλικία άλλαξε όπως και τα αναγνωστικά ήθη. Μεταφρασμένη ή στη γλώσσα μας η λογοτεχνία που συνδυάζει το θαυμαστό και το παράξενο έλκει τον μικρό αναγνώστη στις μέρες μας καθώς ανατρέπει ή διευρύνει την εμπειρία του και τη φαντασία του. Η παιδική λογοτεχνία ως διακριτό είδος δεν εμφανίζεται νωρίς και αναδύεται κυρίως όταν αλλάζουν οι αντιλήψεις για την παιδικότητα. Η δε παιδική λογοτεχνία του φανταστικού, πέρα από τους αρχαίους μύθους, τους θρύλους τις παραδόσεις και τα παραμύθια, είναι κι αυτή καινούργια. Έπρεπε να υποχωρήσουν οι ηθικοπλαστικές και διδακτικές επιταγές για να αφεθεί η φαντασία να παραγάγει νέα θέματα. Η φανταστική λογοτεχνία δεν είναι μόνο μια απόδραση από την πραγματικότητα αλλά και μια επιθυμία να αναζητήσουμε νέες δυνατότητες σε έναν πεπερασμένο κόσμο ελεύθεροι από τους περιορισμούς της εμπειρίας μας. Η φόρμα του φανταστικού ενέχει πολλές δυνατότητες: δομεί έναν άλλο κόσμο όπου η περιπέτεια δε γνωρίζει τα ανθρώπινα όρια, μας γνωρίζει ήρωες που ενίοτε υπερβαίνουν τις φυσικές και κοινωνικές νόρμες, μας συστήνει άλλες εκδοχές της ύπαρξης, μας φέρνει με άλλον τρόπο σε επαφή με έννοιες όπως θάνατος, αθανασία, καλό, κακό, χρέος, δύναμη, διαφορετικότητα, υπερφυσικό, ανθρώπινο.
Η φαντασία πάντα θεωρείτο καταστατική αρχή για τη λογοτεχνία και η τέχνη πάντα παρεκκλίνει από την πραγματικότητα καταδεικνύοντας την ανεπάρκεια της. Η λογοτεχνία του φανταστικού τολμά περισσότερο. Με υλικά που ήταν πάντα παρόντα στην τέχνη της αφήγησης στοχάζεται εναλλακτικούς δρόμους για την ανθρώπινη εμπειρία. Εξερευνά τα όρια της ελευθερίας, μας εξοικειώνει με το παράξενο, προσδιορίζει το λογικό με τη βοήθεια του παράλογου, μας συναρπάζει.
Ο παιγνιώδης κόσμος των παιδιών συμπορεύεται με τη φανταστική λογοτεχνία η οποία απαιτεί προσαρμοστικότητα που διακρίνει κυρίως τα παιδιά.
Τα παιδιά φτιάχνουν κόσμους έτσι κι αλλιώς παίζοντας. Φτιάχνουν δικούς τους κόσμους για να ξεφύγουν από τον κόσμο των ενηλίκων, των απαγορεύσεων, των στερήσεων, των απωλειών. Τους φτιάχνουν όμως και διαβάζοντας.
΄Αλλωστε όπως είπε ο Έρμαν Έσσε: «Από τους πολλούς κόσμους που ο άνθρωπος δεν έλαβε ως δώρο από τη φύση αλλά δημιούργησε μόνος του, ο κόσμος των βιβλίων είναι ο πιο σπουδαίος.»